επιτείχιση

επιτείχιση
[-ις (-εως)] η , επιτείχισμός ο строительство, возведение стены

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιτείχιση" в других словарях:

  • επιτείχιση — η (Α ἐπιτείχισις) [επιτειχίζω] εκτέλεση οχυρωματικών έργων, οχύρωση («τῇ ἐπιτειχίσει τῆς Δεκελείας προσεῑχον ἤδη τὸν νοῡν», Θουκ.) αρχ. 1. το σύνολο τών οχυρωματικών έργων, η αμυντική συγκρότηση 2. ανέγερση φρουρίου σε εχθρικά σύνορα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»